Trois "mondialisations" de contenu différent: sont-elles en lutte entre elles? Alexandria


Trois "mondialisations" de contenu différent: sont-elles en lutte entre elles? Alexandria
  
Εισαγωγή
 Υπάρχουν, όσο και αν  φαίνεται παράδοξο,  τρεις και όχι πια  μία και μοναδική παγκοσμιοποίηση. Στη δεκαετία του ’70 επιβλήθηκε σε ολόκληρη την υφήλιο  το διεθνές οικονομικό σύστημα, που έγινε γνωστό με το όνομα «παγκοσμιοποίηση». Είναι αυτή, που ήταν μαζί μας επί πενήντα περίπου χρόνια, και που πρόκειται για την παγκοσμιοποίηση δυτικών προδιαγραφών. Η επιλογή και προώθησή της οφείλεται στις ΗΠΑ, που είχαν δικαιολογημένους φόβους να πιστεύουν  ότι κινδύνευαν να χάσουν την παγκόσμια κυριαρχία τους, και να τους διαδεχθεί σε αυτήν η Ιαπωνία ή η Ευρώπη. Βεβαίως, είναι αδύνατον τώρα που  αυτή η παγκοσμιοποίηση, όπως όλα δείχνουν, βρίσκεται στο τέλος της, να αποφανθεί κανείς αν, χωρίς αυτήν, η Ευρώπη ή η Ιαπωνία θα είχαν, τελικά, εκτοπίσει την παγκόσμια αμερικανική κυριαρχία. Το πλήθος και η πολυπλοκότητα των εξελίξεων, στα περίπου πενήντα χρόνια διάρκειας του συστήματος της παγκοσμιοποίησης, αποκλείει τη δυνατότητα εξαγωγής απόλυτων συμπερασμάτων, σχετικά με  το πώς θα ήταν η διεθνής κατάσταση χωρίς τη συγκεκριμένη  αυτή  παγκοσμιοποίηση.
            Το  διεθνές  αυτό σύστημα[1], που εμφανίστηκε ως νέο ενώ δε ήταν,   έγινε δεκτό από το ένα άκρο του πλανήτη, ως το άλλο, με μεγάλο ενθουσιασμό. Και ο λόγος ήταν ότι  υποσχόταν το τέλος των κρίσεων, την αύξηση της ευημερίας,  την εξασφάλιση ωφέλειας για το σύνολο  των συναλλασσόμενων, καθώς και τη δυνατότητα όλων των κατοίκων της Γης να βελτιώσουν τη θέση τους, χάρη στις νέες τεχνολογίες. Οι ολιγάριθμοι οικονομολόγοι, μεταξύ των οποίων και η συγγραφέας του ανά χείρας άρθρου,  που  διατύπωσαν, εντελώς από την αρχή, αμφιβολίες, σχετικά με τις αναμενόμενες  επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης[2], αντιμετωπίστηκαν ως ανορθόδοξοι, μη προοδευτικοί, μεμψίμοιροι κ.ά. Οι δυσμενείς συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, με την  αθέτηση του συνόλου των αρχικών της υποσχέσεων δικαίωσαν εκ των υστέρων τους σκεπτικιστές.
           
            Καθώς υπάρχουν διαθέσιμες μόνο δύο  κοσμοθεωρίες, αυτή της απελευθέρωσης των συναλλαγών και αυτή του προστατευτισμού,  η εφαρμογή τους εναλλάσσεται, και μάλιστα σε περίπου ίσα χρονικά διαστήματα[3].  `Kατά τον François  Lenglet[4] διαπιστώνεται διαχρονικά  ένας επαναλαμβανόμενος κύκλος,  διαρκείας περίπου 80 ετών, που περιλαμβάνει δύο ημικύκλια των περίπου  40 ετών το καθένα: αυτό του προστατευτισμού και αυτό της απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου. Η εναλλαγή τους φαίνεται να υπακούει  σε συνδυασμό συμβάντων, όπως είναι η εμφάνιση νέων τεχνολογιών, η αυξημένη δυσαρέσκεια από τις δυσμενείς συνέπειες του κάθε συστήματος που εντείνεται όσο προχωρεί η εφαρμογή του, το πέρασμα του καπιταλισμού σε μεταγενέστερο στάδιο ανάπτυξης,   ή, ακόμη, και η επικράτηση συμφερόντων  κρατών ή ισχυρών κοινωνικών ομάδων του διεθνούς γίγνεσθαι. Και στην παρούσα χρονική συγκυρία λειτουργούν, ταυτόχρονα, όλα μαζί.  Η ανησυχητική προσθήκη, ωστόσο, είναι  το γεγονός ότι η  φάση της παγκοσμιοποίησης, ιστορικά,  περατώνεται με κρίση και πόλεμο, όπως  συνέβη το 1870, αλλά  και το 1929. 
            Από την επικράτηση της τελευταίας παγκοσμιοποίησης έχουν συμπληρωθεί πέντε περίπου δεκαετίες, περισσότερες  δηλαδή από όσες  προβλέπονται[5] για την υποκατάστασή της από το καθεστώς του προστατευτισμού. Και πέρα από την χρονολογική αυτή ένδειξη υπάρχει παράλληλα και σωρεία άλλων, που  αναγγέλλουν την κόπωση της παγκοσμιοποίησης και την έλευση ενός άλλου διεθνούς καθεστώτος, που την αντικαθιστά. Ένα πολύ ηχηρό, και θα πρόσθετα και θανατηφόρο χτύπημα, εναντίον της συνέχισης της παγκοσμιοποίησης, τουλάχιστον με την παλιά της εμβέλεια, δόθηκε από τον νέο πλανητάρχη, με την εχθρότητα που επέδειξε εναντίον των  ανεξέλεγκτα ανοικτών συνόρων, και στη συνέχεια με την αναγγελία της επιβολής δασμών, που αποτελούν τη σκληρότερη έκφραση του προστατευτισμού.
            Οι τρεις παράγραφοι  αυτού του άρθρου θα αναφερθούν στις τρεις διαφορετικές παγκοσμιοποιήσεις. Η πρώτη, που μεσουράνησε στην υφήλιο επί 50 περίπου χρόνια,  είναι  η παγκοσμιοποίηση δυτικών προδιαγραφών, η οποία ήδη υποχωρεί  παραχωρώντας ολοένα μεγαλύτερο τμήμα της λειτουργίας της στον προστατευτισμό.   Η δεύτερη, γνωστή ως ψηφιακή ή συμπληρωματική συνυπάρχει με την εκάστοτε στο προσκήνιο. Τέλος η τρίτη, εισβάλλει με τα χρώματα της Κίνας και προβλέπεται να επικρατήσει σε 5-7 χρόνια από σήμερα.

Ι. Παγκοσμιοποίηση και αντι-παγκοσμιοποίηση
           
Η συνεκτίμηση των ενδείξεων, που  διαπιστώνουν υποχώρηση της δυτικού τύπου παγκοσμιοποίησης, συνηγορεί υπέρ της υπόθεσης  ότι η υφήλιος βρίσκεται  στα πρόθυρα του εναλλακτικού της συστήματος, δηλαδή  αυτού του προστατευτισμού ή τουλάχιστον ενός συνδυασμού των δύο συστημάτων, όπου θα υπάρχει και  αρκετά ισχυρή δόση προστατευτισμού. Να τονιστεί, βέβαια, στο σημείο αυτό, ότι υπάρχει έντονη αντίδραση, για την εγκατάλειψη ή και την εξασθένηση ακόμη της παγκοσμιοποίησης,  από την πλευρά των   ισχυρών  κοινωνικών τάξεων του πλανήτη, που επιμένουν να την εκλαμβάνουν ως μόνιμο  σύστημα, ακριβώς επειδή ευνοούνται από αυτό.       H παγκοσμιοποίηση, ωστόσο,  δείχνει να οδεύει προς το τέλος της.
            Είναι ενδιαφέρον, σχετικά με τα δύο αυτά  διαθέσιμα διεθνή οικονομικά συστήματα, να γνωρίζουμε  ποιο από τα δύο, με βάση την ιστορία του,  καταγράφει τα καλύτερα αποτελέσματα για την οικονομία, αλλά και για τους πολίτες της χώρας, που το ενστερνίζεται. Παρότι ο προστατευτισμός  εμφανίζεται από τους εκάστοτε ισχυρούς της υφηλίου ως το κατάλληλο σύστημα για τους αδύναμους, για  αυτούς που δεν αντέχουν τον ανταγωνισμό και που εμφανίζονται  περίπου  ως  περιορισμένων ικανοτήτων,  αποδεικνύεται  ωστόσο ότι έχει να επιδείξει  την πιο μακρόχρονη εφαρμογή, συγκριτικά με την αντίστοιχη της  απελευθέρωσης των συναλλαγών, αλλά  και επιπλέον ότι έχει  θετική επίδραση στην ανάπτυξη. Το σύστημα του προστατευτισμού, όμως,  περιβάλλεται από φοβία και υστερία, ενώ υπογραμμίζονται με τρόπο συχνά  υπερβολικό τα μειονεκτήματά του. Η αντιμετώπιση αυτή του προστατευτισμού μπορεί, μερικώς τουλάχιστον, να  αποδοθεί στο γεγονός ότι για τα τελευταία 100 χρόνια η απελευθέρωση, κυρίως,  των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ευνοεί  στο έπακρον τις πολυεθνικές και τους τραπεζίτες, που αντιδρούν έτσι γιατί δεν θέλουν για κανένα λόγο, να χάσουν τα προνόμιά τους[6]. Οι ακόλουθες παρατηρήσεις  του Lawrence Summers, που αφορούν  τους φανατικούς των ανοικτών συνόρων είναι ιδιαιτέρως[7] διαφωτιστικές: «Πρόκειται για ελιτισμό χωρίς πατρίδα που υποτάχθηκε στην οικονομική παγκοσμιοποίηση και στην ατομική ευημερία, και όχι στα συμφέροντα του έθνους όπου διαμένει”.
            Από την άλλη πλευρά, το κύριο μέσο προστατευτισμού είναι η επιβολή  δασμών, που στοχεύει γενικά στην προστασία της εσωτερικής παραγωγής και της εσωτερικής απασχόλησης. Μέτρο προστατευτισμού είναι, ακόμη, η ηθελημένη μείωση της παραγωγής ορισμένων αγαθών, κυρίως γεωργικών, προκειμένου να μη μειωθεί η τιμή τους στη διεθνή αγορά[8]. Οπωσδήποτε, όμως, το αν τα προστατευτικά μέτρα, τελικά, θα  ωφελήσουν ή όχι την οικονομία που τα υιοθετεί, εξαρτάται από σωρεία παράλληλων δεδομένων, έτσι που κάθε περίπτωση να εμφανίζεται με διαφορετικές προδιαγραφές και διαφορετικές συνέπειες. Ωστόσο, η στροφή οικονομιών, προς την υιοθέτηση κάποιου βαθμού προστατευτισμού,  εξηγείται σχεδόν πάντοτε από την κόπωση των πολιτών, που έχουν βιώσει την αγριότητα   της παγκοσμιοποίησης. Η   επιθυμία τους  για την εξασφάλιση μεγαλύτερου γενικώς βαθμού  προστασίας, τους κάνει να παραβλέπουν, έστω   παροδικά, τα μειονεκτήματα  του προστατευτισμού. Επειδή, ακριβώς, και τα δύο διαθέσιμα  διεθνή συστήματα, διαθέτουν και μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα, η δόση και ο συνδυασμός των οποίων δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί εκ των προτέρων, η άριστη επιλογή με τις συνθήκες αυτές είναι η προσπάθεια  συνδυασμένης εφαρμογής τους.
            Η παγκοσμιοποίηση δείχνει να έχει  φθάσει στα όριά της, ενώ η συνέχισή της προσκρούει στο γεγονός ότι δεν υπάρχει διεθνής δύναμη που να τη  συντονίζει. Πράγματι, οι ΗΠΑ δεν ήταν από την αρχή διατεθειμένες να επωμιστούν το ρόλο που είχε αναλάβει η M. Βρετανία στην προηγούμενη φάση της απελευθέρωσης των συναλλαγών, ενώ τώρα στρέφονται κάθετα εναντίον της παγκοσμιοποίησης. Όσο για την  Κίνα, που θεωρητικά, θα μπορούσε, δεν είναι ακόμη έτοιμη για ένα τόσο σημαντικό  διεθνή ρόλο. 
            Ο προστατευτισμός, που  θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η απάντηση της Δύσης, στο πλήρωμα του χρόνου  της παγκοσμιοποίησης  είναι, ωστόσο,  αμφίβολο αν, τελικά, θα είναι  το σύστημα που θα  την διαδεχθεί. Και τούτο, επειδή στο διεθνές προσκήνιο εισβάλλει η Κίνα με πλήθος συνοδών, φέροντας  όχι απλώς  μια άλλη παγκοσμιοποίηση με  εντελώς νέες προδιαγραφές, αλλά επιπλέον και ένα πολιτισμό διαμετρικά διαφορετικό του δυτικού.  Πρόκειται για την αναβίωση "του δρόμου του μεταξιού", που προετοιμάζεται με σχολαστική μεθοδικότητα και που η έλευσή του θα μεταβάλλει τα πάντα στην καθημερινότητα των κατοίκων του πλανήτη Γη. Προβλέπω, λοιπόν, ότι ο προστατευτισμός, που ήδη κάνει αισθητή την παρουσία του  στην υφήλιο, δεν θα είναι ωστόσο μια ξεκάθαρη νέα διεθνής οικονομική τάξη, που θα διαδεχθεί την παγκοσμιοποίηση της Δύσης,  αλλά απλώς  μια "φράξια" που θα συνυπάρξει,  χωρίς και να επικρατήσει, με την παγκοσμιοποίηση κινέζικων προδιαγραφών.
             Ο προστατευτισμός, ως  εναλλακτικό σύστημα  της δυτικής παγκοσμιοποίησης, επιστρατεύεται  τώρα  από τον πλανητάρχη και όχι μόνο, για  να σώσει τη Δύση, αρχίζοντας φυσικά από την Αμερική. Και  η  έλλειψη ιδεολογίας όσων αντιτίθενται στην παγκοσμιοποίηση καλύπτεται ήδη από την αναζήτηση της χαμένης ταυτότητας: του Έθνους, της θρησκείας, των βασικών αξιών ζωής, του πολιτισμού. Εξάλλου οι λαοί, από την Αμερική ως την Αίγυπτο, εμφανίζονται απογοητευμένοι από την παγκοσμιοποίηση, καθώς τα θετικά της αποτελέσματα δεν κατανέμονται δίκαια, αλλά σωρεύονται  στην κορυφή. Η αθέτηση των αρχικών υποσχέσεων της παγκοσμιοποίησης, καθώς και η κορύφωση των ανισοτήτων, έχει δημιουργήσει,  στην Ευρώπη κυρίως, αλλά και στην Αμερική, ένα ορμητικό κύμα οργής των πολλών, που ασφαλώς δεν καθησυχάζει  με την  εκλογή στη Γαλλία, του Emmanuel Macron, και με την επανεκλογή της Angela Merkel στη Γερμανία[9]. Ειδικότερα, στον ευρωπαϊκό χώρο, όπου βασίλευε η πιο περιορισμένη παγκοσμιοποίηση,  στα πλαίσια της ΕΕ-Ευρωζώνης, οι  δυνάμεις που τη σέρνουν στη διάλυση δείχνουν ισχυρότερες από αυτές της συνοχής, των επιτυχών βελτιώσεων και της ανανέωσης. Οι προσπάθειες του νέου προέδρου  της Γαλλίας Emmanuel Macron, για αναβίωση του γαλλογερμανικού άξονα, προσκρούουν στην ύπαρξη βασικών διαφορών, ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία, ως προς τη μελλοντική διάρθρωση της Ευρώπης. Ο Emmanuel Macron είναι, σαφώς, υπέρ μιας ομοσπονδιακής  Ευρώπης, που θα μεταφέρει πόρους μεταξύ των κρατών-μελών, και που θα έχει δικό της υπουργό Οικονομικών, ενώ η Γερμανία αντιτίθεται σθεναρά, ιδίως με την αντιευρωπαϊκή κυβέρνηση που απόκτησε στις τελευταίες εκλογές. Οι δύο χώρες-θεμελιωτές της ΕΕ συμφωνούν για την εξέλιξή της σε οικονομική ένωση πολλών ταχυτήτων, αλλά   αυτή θα αποστασιοποιήσει ακόμη περισσότερο τον ευρωπαϊκό Νότο, από την ευρωπαϊκή ιδέα,  ενισχύοντας τα ήδη υψηλά ποσοστά ευρωσκεπτικισμού, και δυσχεραίνοντας την προσπάθεια του Jean-Claude Juncker, προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για ενσωμάτωση των βαλκανικών χωρών στην Ευρωζώνη[10].  
            Τα θετικά καθώς και τα  αρνητικά χαρακτηριστικά των δύο διαθέσιμων διεθνών συστημάτων,   ευνοούν, το καθένα από αυτά,   διαφορετικές  κοινωνικές ομάδες στο χρονικό διάστημα της εφαρμογής τους.  Πιο συγκεκριμένα, η απελευθέρωση του εμπορίου συνυπάρχει με νεοφιλελευθερισμό, που συχνά αγγίζει τα όρια του laissez-faire, laissez-passer. Το σύστημα είναι εχθρικό απέναντι στον παρεμβατικό ρόλο του Κράτους στην οικονομία, και απέναντι στο  κράτος Πρόνοιας. Συνεπώς, το σύστημα της απελευθέρωσης του εμπορίου   ευνοεί τους εκάστοτε ισχυρούς. Αυτοί οι τελευταίοι εμφανίζονται   πεπεισμένοι  ότι  οι αδύναμοι, που δεν είναι σε θέση να  ανταγωνιστούν και να επιτύχουν, είναι αυτοί που επιζητούν την κρατική προστασία, γι' αυτό  και ο προστατευτισμός  είναι, κατ' αυτούς,   επιβλαβής για την πρόοδο.  Ακόμη, επί των ημερών της παγκοσμιοποίησης η σημασία των εθνικών συνόρων υποχωρεί, όπως και η κυριαρχία  των  εθνικών κυβερνήσεων, ενώ διευρύνονται οι κάθε μορφής ανισότητες και εντείνεται η ανταγωνιστικότητα[11]. Στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης οι προτιμήσεις στρέφονται  εναντίον της επεκτατικής νομισματικής και οικονομικής πολιτικής και συνεπώς εναντίον του πληθωρισμού, έστω και όταν ο ρυθμός του είναι  πολύ χαμηλός,  και αντιθέτως υπέρ της αυστηρής νομισματικής σταθερότητας, έτσι που  η διακίνηση των κεφαλαίων από το ένα άκρο της Γης στο άλλο  να είναι ασφαλής. Το σύστημα του προστατευτισμού, αντιθέτως, συμβαδίζει με την παρουσία  κρατικού παρεμβατισμού  και κράτους Πρόνοιας, με τη λήψη μέτρων για τον                                                                                                                                                          περιορισμό των ανισοτήτων, και με ενίσχυση της θέσης της μεσαίας τάξης. Κάποιος βαθμός ελεγχόμενου πληθωρισμού, που βοηθά στην αποπληρωμή των χρεών, ή και  ελεγχόμενες ανισορροπίες  στα διάφορα ισοζύγια είναι, καταρχήν, ανεκτά.           Καθώς έγινε εκτενής ανάλυση των δυσμενών συνεπειών της παγκοσμιοποίησης, επιβάλλεται να προσθέσω στο εδάφιο αυτό και τα βασικά αρνητικά αποτελέσματα του προστατευτισμού. Αυτά, μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως:
* Οι καταναλωτές, στο εσωτερικό της κάθε οικονομίας με κλειστά σύνορα θα έχουν μικρότερη επιλογή, για τα προϊόντα που θα επιθυμούν να καταναλώσουν και, συχνά, θα τα αποκτούν με την καταβολή υψηλότερης τιμής ή ακόμη, ενδέχεται να είναι κατώτερης ποιότητας από τα αντίστοιχα εισαγόμενα.
*Οι  επί μέρους  εθνικές επιχειρήσεις θα έχουν, ενδεχομένως, υψηλότερο κόστος παραγωγής, επειδή η δυνατότητα προσφυγής τους σε οικονομίες κλίμακας θα είναι περιορισμένη.
*Οι επί μέρους εθνικές βιομηχανίες, ιδίως σε περίπτωση που η επιβολή συναλλαγματικών περιορισμών διενεργείται με τρόπο αυστηρό και αποτελεσματικό, κινδυνεύει να περιορίσει τη δυνατότητα έγκαιρης εισαγωγής σε αυτές των νέων τεχνολογιών. 
*Είναι ενδεχόμενο εθνικές επιχειρήσεις, σε οικονομίες με συναλλαγματικούς περιορισμούς, να αναζητήσουν χώρες με καθεστώς ελευθερίας των συναλλαγών. Το επιχείρημα αυτό εναντίον του προστατευτισμού έχει, ωστόσο, περιορισμένη εμβέλεια, δεδομένου ότι ο εμπορικός πόλεμος, όταν αρχίζει, κατά κανόνα γενικεύεται.
            Ποιος είναι, όμως, ο ορισμός που ταιριάζει στην  από-παγκοσμιοποίηση; Ο Frédéric Lordon[12] εκλαμβάνει  τα επί μέρους χαρακτηριστικά της  από-παγκοσμιοποίησης,  ως διαμετρικά αντίστροφα των αντίστοιχων της παγκοσμιοποίησης, με την υπόθεση  βέβαια ότι η από-παγκοσμιοποίηση είναι ευλογία. Ιδού, λοιπόν,  ο  ορισμός της παγκοσμιοποίησης: «Ο ανταγωνισμός μεταξύ οικονομιών, που εμφανίζουν  αβυσσαλέες διαφορές στο επίπεδο των μισθών τους. Η συνεχής απειλή μετεγκατάστασης. Η εξασφάλιση των μετόχων να απολαμβάνουν  απεριόριστες χρηματιστηριακές αποδόσεις".  Και ο  αρνητικός  ορισμός της παγκοσμιοποίησης που είναι, ταυτόχρονα  και  θετικός ορισμός της από-παγκοσμιοποίησης, κατά τον Frédéric Lordon[13] πάντοτε,  έχει ως  εξής:  «Περιορισμός των ροών  αγαθών και κεφαλαίων, και  επανεγκατάσταση των συστημάτων παραγωγής (…), τέλος στον ανταγωνισμό μεταξύ εργαζόμενων και αγροτών της υφηλίου,  αξιοποίηση της διαφορετικότητας των γνώσεων και των κοινωνικών εμπειριών, εξασφάλιση της διατροφής των λαών (…)".  Μια διαφορετική προσπάθεια ορισμού της από-παγκοσμιοποίησης προστίθεται από τον Walden Bello[14] και είναι η ακόλουθη: “Πρόκειται για τον επαναπροσανατολισμό των οικονομιών, από την προτεραιότητα της παραγωγής για εξαγωγή, σε αυτήν της παραγωγής που προορίζεται για τις τοπικές αγορές».
            Οπωσδήποτε, να επαναλάβω ότι υπάρχει  μεγάλη δυσκολία  εξαγωγής γενικού συμπεράσματος, σχετικά με τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και καταλληλότητα του κάθε συστήματος από τα δύο διαθέσιμα: της απελευθέρωσης των συναλλαγών και του προστατευτισμού. Και τούτο επειδή, πρώτον, η εφαρμογή τους σπανιότατα είναι  τόσο απόλυτη, ώστε να αποκλείει το συνδυασμό τους, και δεύτερον επειδή, ακριβώς, τα εκάστοτε αποτελέσματα είναι συνάρτηση του συνδυασμού τους.
            Οι ενδείξεις της εξασθένησης της παγκοσμιοποίησης διαπιστώνονται, ήδη, και συχνά με δραματικό τρόπο, σε πολλούς τομείς. Καταρχήν, οι χρηματοπιστωτικές συναλλαγές , που έθεσαν τη σφραγίδα τους στην απερχόμενη ήδη παγκοσμιοποίηση συρρικνώνονται. Αυτές πριν από την κρίση ανέρχονταν σε $206 τρισεκατομμύρια ή 355% του παγκόσμιου ΑΕΠ και ήδη έχουν υποχωρήσει στις 50 περίπου μονάδες του παγκόσμιου ΑΕΠ . Κάθετη, επίσης μείωση πραγματοποίησε και η ροή του διεθνούς κεφαλαίου, που εκτιμάται  σε περίπου 70%, σε σύγκριση με πριν από την αρχή της κρίσης. Από την πλευρά τους οι τράπεζες έσπευσαν να περιορίσουν τα διεθνή δάνεια  κατά $3 τρισεκατομμύρια, σε σχέση με ότι ίσχυε σχετικά πριν από την έναρξη της κρίσης. Η ενθάρρυνση  επανόδου   των συναλλαγών εντός των εθνικών συνόρων θα μπορούσε   να ερμηνευθεί ως επιδίωξη, από τις τράπεζες, μεγαλύτερου  βαθμού ασφάλειας, τάση που έχει, οπωσδήποτε, ενισχυθεί από  την κρίση, αλλά όχι μόνο. Παράλληλα.  επανέρχονται οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων,  από πλευράς  πολλών οικονομιών. Έτσι, η συνολική ροή κεφαλαίων, που το 2007 άγγιξε τα $11 τρισεκατομμύρια, το 2012 δεν υπερέβαινε το ένα τρίτο αυτού του ποσού[15]. Ειδικά για την ΕΕ εκτιμάται ότι στα μέσα του 2013 η χρηματιστηριακή ολοκλήρωσή της  έχει επανέλθει στο επίπεδο του 1999, δηλαδή σε αυτό πριν την υιοθέτηση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος[16]. Ερωτάται, ωστόσο,  εύλογα   αν η αυξημένη αυτή  απέχθεια για την ανάληψη  κινδύνου θα συνεχιστεί και μετά το πέρας της κρίσης. Η συνέχεια  δεν είναι σίγουρη αλλά, ωστόσο,  στο παρελθόν η ανατροπή της διεθνούς οικονομικής τάξης ήταν συνήθως επακόλουθο οικονομικών κρίσεων. Έτσι, το πιθανότερο   είναι   ότι, και τώρα, θα πρόκειται για φαινόμενο που θα διατηρηθεί και μετά το πέρας της κρίσης.  Η έντονη πτωτική τάση των χρηματιστηριακών συναλλαγών αφορά και τις άμεσες ξένες επενδύσεις  που συρρικνώνονται μετά την κρίση. Σύμφωνα με εκτιμήσεις[17] οι άμεσες ξένες επενδύσεις για τις επιχειρήσεις εμφάνισαν επιπλέον πτώση της τάξης του 15% το 2012. Στον τομέα αυτόν παρατηρείται αυξημένη απροθυμία πώλησης δημόσιου πλούτου από τις επί μέρους εθνικές οικονομίες. Ένας άλλος δείκτης  στασιμότητας είναι αυτός του διεθνούς εμπορίου, ο οποίος από το 2012  κινείται γύρω στο 2% έναντι 8.5% για την περίοδο 2002-2007.   Αυτή η επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου ακολουθεί αυτήν της διεθνούς οικονομικής  δραστηριότητας της οποίας ο ρυθμός μετά το 2011 δεν είναι παρά 3,4% έναντι περισσότερο από 5% πριν. Σε σταθερές τιμές,  η μεταβολή του διεθνούς εμπορίου, για πρώτη φορά από το 1950, είναι κατώτερη   από την αντίστοιχη του παγκόσμιου ΑΕΠ[18]. Η ελαστικότητα-εισόδημα των συναλλαγών ήταν ίση με 2 το 1990 ενώ τώρα είναι μόνον 1[19].Υπήρχαν ελπίδες  αναζωογόνησης του διεθνούς εμπορίου μέσω της  υπογραφής  νέας συμφωνίας εμπορίου και επενδύσεων μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης (TTIP), που όμως διαψεύστηκαν μετά την άρνηση του νέου πλανητάρχη να συμμετάσχει σε αυτήν. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Pascal Lamy, πρώην διευθυντή του ΠΟΕ[20]: “Η απειλή του προστατευτισμού είναι ίσως τώρα μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη στιγμή, από την αρχή της κρίσης" είπε στη Γενεύη τον Απρίλιο του 2013.  Η επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου, ως ποσοστό στο ΑΕΠ τους, εμφανίζεται εντονότερη στην περίπτωση των αναδυόμενων οικονομιών,  επειδή οι εξαγωγές τους επηρεάστηκαν από την πτώση της ζήτησης των προηγμένων οικονομιών,  εξαιτίας της κρίσης, ενώ οι εισαγωγές τους, είναι πιο ευάλωτες σε περιόδους κρίσης από τις αντίστοιχες των προηγμένων οικονομιών. Πράγματι, ενώ πριν από την κρίση οι εισαγωγές των αναπτυσσόμενων οικονομιών είχαν ετήσιο ρυθμό ίσο με 7%, έχουν τώρα υποχωρήσει κατά μέσο όρο σε 3% αντίστοιχα.   Περισσότερο, ωστόσο, από τη στασιμότητα του διεθνούς εμπορίου, η επιβράδυνση της παγκοσμιοποίησης  επιβεβαιώνεται από τη σαφή τάση των εθνικών οικονομιών να συνάπτουν περιφερειακές συμφωνίες. Κυρίως οι ΗΠΑ περιορίζουν, πρόσφατα, τη δραστηριότητά τους στις παγκόσμιες συναλλαγές, συνάπτοντας εμπορικές συμφωνίες με τους κατεξοχήν συμμάχους τους, που είναι η  NAFTA, η EE, η Ασία, η Ιαπωνία, η Νότιος Κορέα, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία. Με τις περιφερειακές αυτές συμφωνίες, που επιφέρουν τελικά ισχυρό πλήγμα κατά της παγκοσμιοποίησης, οι ΗΠΑ προσπαθούν να  περιορίσουν  τις αντιδράσεις  των τριών αναδυόμενων οικονομιών, της Κίνας, της Ινδίας και της Βραζιλίας, που επιδιώκουν  να περισώσουν τα δικά τους  συμφέροντα[21]. Πράγματι, οι αναδυόμενες οικονομίες, που συνειδητοποίησαν την αύξηση του ειδικού τους βάρους στην παγκόσμια οικονομική αρένα, ενώνουν τις δυνάμεις τους και εμφανίζονται όλο και πιο απρόθυμες  να αποδεχθούν συμφωνίες που κρίνουν ότι μπορεί να είναι βλαπτικές για τη συνέχιση της ταχύρρυθμης ανάπτυξής τους.  Είναι ο λόγος, για τον οποίον αντέδρασαν στην επιθυμία των προηγμένων οικονομιών να επεκτείνουν την απελευθέρωση των διεθνών συναλλαγών στις υπηρεσίες, στο καθεστώς των  ξένων επενδύσεων  και στις  αγορές του δημόσιου.
            Τώρα που η παραδοσιακή, δυτικού τύπου παγκοσμιοποίηση υποχωρεί, αξίζει να παρατηρηθεί, αναγκαστικά με κάποια δόση ειρωνείας,   ότι ήταν  η Αμερική  που  την επέβαλε πριν πενήντα περίπου χρόνια, και είναι και πάλι η Αμερική, που ήδη τώρα στρέφεται εναντίον της. Η αντίδραση αυτή φαίνεται                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                              να  ξεκινά από  τη δυσαρέσκεια  του Donald Trump, εναντίον της ανεξέλεγκτης  απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου, που εξηγείται από το γεγονός ότι  το 77% του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ προέρχεται από εμπορικές συναλλαγές με χώρες, που ανήκουν στον ΠΟΕ (World Trade Organization). Και, επίσης, είναι αλήθεια ότι το μέσο επίπεδο των αμερικανικών δασμών ήταν πολύ κατώτερο, ως  τώρα,  σε σύγκριση με το αντίστοιχο των άλλων χωρών[22], με τις οποίες οι ΗΠΑ συναλλάσσονται. 
            Οι προτιμήσεις και οι αντιδράσεις του νέου  πλανητάρχη είναι, καταρχήν, δύσκολο να τον κατατάξουν σε μία συγκεκριμένη οικονομική Σχολή, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο οικονομολόγος Christian Chavagneux: "Το πρωί φιλελεύθερος, υπόσχεται περιορισμό των φόρων και μια γενική απορρύθμιση. Το μεσημέρι κεϋνσιανός, σχεδιάζει να επιδοθεί σε μεγάλης έκτασης δημόσιες δαπάνες. Και  το βράδυ υπέρ του προστατευτισμού, εξαγγέλλει την επιβολή δασμών στα εισαγόμενα αγαθά και κλείσιμο συνόρων στους διεθνείς μετανάστες". Και ο  Christian Chavagneux καταλήγει σε μια αναπάντεχη, αλλά ερμηνευτική διαπίστωση, σχετικά με τη συμπεριφορά του Donald Trump. O Christian Chavagneux[23] υποστηρίζει ότι ο νέος Αμερικανός πρόεδρος είναι "μερκαντιλιστής", δηλαδή, τα μέτρα που λαμβάνει, και που φαίνεται καταρχήν να μην έχουν συνοχή, αποβλέπουν ωστόσο όλα στην προσπάθεια παρεμπόδισης εξόδου κεφαλαίων από την Αμερική και ενθάρρυνσης όσο γίνεται μεγαλύτερης εισόδου τους  σε αυτήν.


ΙΙ. Η συμπληρωματική   ψηφιακή παγκοσμιοποίηση[24]

 Το κενό της υποχώρησης της  παραδοσιακής παγκοσμιοποίησης καλύπτεται, μερικώς τουλάχιστον,  από μια παγκοσμιοποίηση διαφορετική, που δεν γνωρίζει σύνορα. Πράγματι, παρότι οι συναλλαγές αγαθών εμφανίζουν κόπωση, όπως αποδείχθηκε ήδη παραπάνω,  αντιθέτως οι ψηφιακές συναλλαγές για υπηρεσίες εμφανίζουν  εκρηκτική αύξηση. Οι υπηρεσίες ενσωματώνονται, συχνά, σε εμπορεύματα, αλλά εμφανίζονται πολύ υποβαθμισμένες στα σχετικά στατιστικά δεδομένα του διεθνούς εμπορίου. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η ανάλυση της προστιθέμενης αξίας των αγαθών, που ανταλλάσσονται, αποδεικνύει ότι το μερίδιο των υπηρεσιών  για το 2016 δεν ήταν μόνο 23% , όπως δείχνουν τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, αλλά 64%[25]. Αλλά, και τα ποσοστά αυτά αδυνατούν να απεικονίσουν τη φαντασμαγορική αύξηση αυτής της νέας ψηφιακής παγκοσμιοποίησης, επειδή συγχέουν τα όρια ανάμεσα σε αγαθά και υπηρεσίες και δεν βασίζονται άμεσα σε εμπορεύματα, όπως  συμβαίνει με τα μοντέλα της  Google, που αρχίζουν μαζικά με ψηφιακή παρουσίαση. Πρόκειται για διεθνείς ροές δεδομένων   (data flows) που πολλαπλασιάστηκαν 45 φορές από το 2005 (με ετήσια αύξηση 50%), και αγγίζουν τα 400 000 gigabits ανά δευτερόλεπτο. Σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου  McKinsey Global, η συμβολή αυτών των ροών στην αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ θα αποδειχθεί μεγαλύτερη από όσο το εμπόριο των αγαθών.  Αυτές οι ροές αποτελούνται από ειδήσεις,  από έρευνες, από συνδιαλέξεις, από vidéos και από μεταφορά δεδομένων μεταξύ επιχειρήσεων. Έτσι διαδίδονται οι ιδέες και ενθαρρύνεται μια νέα μορφή παγκοσμιοποίησης που αποδίδει πρωταρχικό ρόλο σε ψηφιακές πλατφόρμες όπως είναι η Amazon ή η eBay κλπ. Οι πλατφόρμες αυτές εξασφαλίζουν την επαφή ανάμεσα σε αγοραστές και πωλητές που βρίσκονται σε πέντε ηπείρους. Το 2016, η αξία  αγαθών και υπηρεσιών που πουλήθηκαν μέσω της  Amazon και του  Alibaba ανήλθαν σε $700 δισεκατομμύρια (δηλαδή τετραπλασιάστηκαν σε πέντε χρόνια). Από το 2005 ο τζίρος των πωλήσεων στο Διαδίκτυο αυξήθηκε δέκα φορές και προβλέπεται ότι θα συνεχίσει την ανοδική του πορεία για να φθάσει το 2019 στα Ε100 δισεκατομμύρια[26]. Κατά μέσο όρο, οι καταναλωτές του Διαδικτύου δαπάνησαν Ε2200 για 33 συναλλαγές το 2017, ενώ το 2007, αντίστοιχα, λιγότερα από Ε800.Το 59% των καταναλωτών του Διαδικτύου απευθύνθηκαν για αγορές, σε χώρα της Ευρώπης, τουλάχιστον μία φορά στις δύο, αλλά και στην Κίνα για το 1/4 των αγορών τους[27].
            Σημαντική διαφοροποίηση αυτής της, σχετικά, νέας μορφής παγκοσμιοποίησης, σε σχέση με την παραδοσιακή, είναι ότι  δίνει την ευκαιρία και σε χιλιάδες  μικρές επιχειρήσεις αναπτυσσόμενων οικονομιών να συμμετάσχουν στο διεθνές αυτό εμπόριο του Διαδικτύου, και ακόμη να ανταγωνιστούν μεγαλύτερες.  Σύμφωνα με εκτιμήσεις του MGIs, το σύνολο των χωρών δεν επωφελείται εξίσου από τις δυνατότητες αυτές που προσφέρει το Διαδίκτυο. Οι οικονομίες που ενεργοποιούνται περισσότερο σε αυτής της μορφής την παγκοσμιοποίηση είναι η Σιγκαπούρη, η Ολλανδία, οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Κίνα. Αν όλες οι χώρες λάμβαναν ενεργό μέρος στο εμπόριο μέσω Διαδικτύου, εκτιμάται ότι το παγκόσμιο ΑΕΠ θα ήταν αυξημένο κατά 13%[28].
            Θα πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί ότι η ψηφιακή παγκοσμιοποίηση, παρότι δίνει την εντύπωση ότι λειτουργεί με τρόπο δημοκρατικό, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική[29]. Πράγματι, αν και το Διαδίκτυο εξασφαλίζει, θεωρητικά, απεριόριστο αριθμό επιλογών στους καταναλωτές του, τελικά οι νικητές, που κερδίζουν τεράστια ποσά και φήμη, είναι ελάχιστοι. Και τούτο, γιατί η τεχνολογία στρέφει τους καταναλωτές/θεατές, προς ότι σχεδιάζεται ως το εκάστοτε πιο επιθυμητό, αφήνοντας στη σκοτεινή ουρά τα λιγότερο ζητούμενα, τα αζήτητα. Π.χ. στο Netflix, που προσφέρει εκατοντάδες κινηματογραφικά έργα και videos, επικρατούν σε κάθε περίοδο ελάχιστα, τα οποία  έχουν μεγάλη ζήτηση, ενώ η σωρεία των υπολοίπων χειμάζει. Από τις χιλιάδες των κινηματογραφικών έργων όλου του κόσμου,  το 2016, από τα οποία τα 700 ήταν της Αμερικής, τα  πέντε κορυφαία ήταν όλα του Disney. Την ίδια εικόνα δίνει και το BuzzAngle Music, που το 2016  η ζήτηση των  1000 τραγουδιών που έγιναν διάσημα  αντιπροσώπευσαν το 23% της συνολικής ζήτησης. Το 2007 στις ΗΠΑ, από τα 3.9 εκατομμύρια μουσικά κομμάτια, μόνο 36 από αυτά αντιπροσώπευσαν το  7%  των συνολικών πωλήσεων. Οι άνθρωποι θέλουν να βλέπουν, να ακούν και να αποκτούν αυτά που  οι πολλοί επιθυμούν να έχουν. Παρότι όλοι οι μετέχοντες στο Διαδίκτυο είναι ελεύθεροι να επιλέξουν, από σωρεία προϊόντων και υπηρεσιών, η έλλειψη απεριόριστου χρόνου  ελαχιστοποιεί τις προτιμήσεις τους, οι οποίες ισοπεδώνονται , εκτός εξαιρέσεων, με αυτές των πολλών. "Ο κόσμος του Διαδικτύου κυριαρχείται έτσι από την ολιγαρχία των γιγαντιαίων πλατφορμών, όπως το Facebook, Google, Amazon, Netflix, Disney, Alibaba και Tencent, και οι πλούσιοι γίνοντα πλουσιότεροι". Το αποτέλεσμα είναι, όπως το διατυπώνει ο Chris Anderson το 2016  στο βιβλίο του The long Tail , ότι δηλαδή στη μαζική  ψυχαγωγία το πρόβλημα δεν είναι αν "θα πουλήσει λίγο από το πολύ", αλλά "πολύ περισσότερο από το λίγο".
            Η ανεξέλεγκτη ισχύς που απέκτησαν οι γιγαντιαίες δικτυακές επιχειρήσεις στη Δύση, όπως η Facebook, Google, Amazon κ.ά. άρχισε να κάνει συνειδητούς τους κινδύνους που συνδέονται με αυτήν και να αναζητούνται τρόποι περιορισμού τους. Τα κυριότερα προβλήματα που θέτει η τεράστια ισχύς τους προέρχεται από το γεγονός ότι, ουσιαστικά, καταργείται ο ανταγωνισμός εξαιτίας των   συνεχών εξαγορών των αντιπάλων και, ακόμη,  ότι η συγκέντρωση απεριόριστου αριθμού ατομικών πληροφοριών εξασφαλίζει τη δυνατότητα παρακολούθησης όλων των πτυχών της ιδιωτικής ζωής των πολιτών, και στο χώρο της οικονομίας  τον προσδιορισμό  των συνθηκών αγοράς στο Διαδίκτυο, θέτοντας σοβαρούς κινδύνους στη λειτουργία της Δημοκρατίας. Αναφέρομαι  και στο πρόσφατο σκάνδαλο του Face book, που όπως αποδείχθηκε, αφορά την πώληση ιδιωτικών δεδομένων 87 εκατομμυρίων χρηστών του. Οι επί μέρους κυβερνήσεις άρχισαν να εναντιώνονται στην ανεξέλεγκτη ισχύ των γιγαντιαίων  δικτυακών επιχειρήσεων, κυρίως μετά το πρόστιμο των $2.7 δισεκατομμυρίων, που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε στη Google το 2017.  Και, παράλληλα, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι καταναλωτές, παρότι δεν αντιμετωπίζουν τη ζωή χωρίς τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι  γίγαντες του Διαδικτύου, αρχίζουν να εμφανίζουν  κάποια μεταστροφή, υποστηρίζοντας  ότι θα έπρεπε, κάπως, να ελέγχονται. Η  μεταστροφή αυτή εξηγείται, ενδεχομένως, από τα αστρονομικά κέρδη, τα οποία εξασφαλίζουν, χωρίς διακοπή, οι επιχειρήσεις  αυτές, των οποίων η αγοραστική αξία εκτιμάται σε $3 τρισεκατομμύρια, σε συνδυασμό και με τους ελάχιστους φόρους που καταβάλουν. Η αντίδραση της κοινής γνώμης ενισχύεται και από τον συσχετισμό ανάμεσα στα τεράστια κέρδη αυτών των και επιχειρήσεων και στις κορυφούμενες ανισότητες κατανομής[30].            Εξαιτίας του πρόσφατου  σκανδάλου με την Facebook, που αποκαλύφθηκε ότι  εμπιστευτικές πληροφορίες 87 εκατομμυρίων χρηστών πουλήθηκαν και βρίσκονται στον αέρα, άνοιξε και νέα συζήτηση γύρω από τα ψηφιακά μεγαθήρια[31]. Πρόκειται για το γενικότερο ερώτημα  "σε τι ακριβώς αναφέρεται η χρησιμότητά τους";  Ειδικότερα, οι ερωτήσεις που απευθύνθηκαν στον κ. Zuckerberg, στο δικαστήριο, με το σκεπτικό να επιβληθούν ενδεχομένως περιοριστικές ρυθμίσεις στη λειτουργία του,  ήταν: "Οι πληροφορίες υπόκεινται σε κάποιο έλεγχο"; "Με ποιους μοιράζεται τα ιδιωτικά στοιχεία των πελατών"; "Τι ακριβώς κάνει το Face book;", φυσικά αφορούν όλο το ψηφιακό σύστημα πληροφοριών".  Tο αυτό συνοπτικό σχετικό ερώτημα μπορεί να τεθεί ως εξής:[32]  "Σε τι βαθμό ο συνδυασμός εκλεπτυσμένης ανάλυσης και μαζικής ποσότητας στοιχείων των χρηστών οδηγούν σε αύξηση της ευημερίας και σε ποιο βαθμό οδηγούν σε απλή μεταβολή της κατανομής τους". Το πρόβλημα, όπως το αναλύω σε αρκετά σημεία της ανά χείρας μελέτης είναι η δυσκολία μέτρησης της παραγωγικότητας των υπηρεσιών, γενικώς, και ειδικότερα  των ψηφιακών αυτών επιχειρήσεων, επειδή δεν υπόκειται στα παραδοσιακά εργαλεία μέτρησης,  και όχι η ανυπαρξία της.
            Η ψηφιακή παγκοσμιοποίηση, παρά τις κάποιες δυσκολίες που εμφανίζει, προβλέπεται ότι θα επιβιώσει με όλες τις νέες καταστάσεις και τις διεθνείς ανατροπές, και θα αυξάνει συνεχώς την εμβέλειά της.
             
            ΙΙΙ. Η κινέζικη παγκοσμιοποίηση

            Τώρα, λοιπόν, που η παραδοσιακή παγκοσμιοποίηση, όπως όλα δείχνουν, περιθωριοποιείται, ανατέλλει μία άλλη  παγκοσμιοποίηση, με πρωτόγνωρες προδιαγραφές, και  εισβάλλει  δυναμικά στη διεθνή σκηνή συμπαρασύροντας τα πάντα   στο διάβα της. Είναι η παγκοσμιοποίηση της Κίνας[33] που αναγγέλθηκε από τον  Xi Jinping to 2013 ως  "Μία Ζώνη, ένας Δρόμος", και που  φιλοδοξεί  να "σχεδιάσει τον κόσμο", γύρω  από μια νέα διεθνή οικονομική τάξη με πυρήνα την Κίνα. Πρόκειται για το μεγαλεπήβολο σχέδιο του χαρισματικού Κινέζου ηγέτη, Xi Jinping, που ο ίδιος  το χαρακτηρίζει  ως ένα "νέο σχέδιο Marshall", και μάλιστα πιο τολμηρό  από το παλιό[34].
            Πριν ασχοληθώ περισσότερο με το περιεχόμενο του "νέου δρόμου του μεταξιού", που αναμένεται να αλλάξει δραματικά τη διεθνή οικονομική σκηνή, έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε πως αντιλαμβάνεται την παγκοσμιοποίηση ο Κινέζος ηγέτης, αν αυτή απλώς οριστεί ως ελεύθερη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών και συντελεστών παραγωγής. Από την πλευρά της κομμουνιστικής πολιτικής της Κίνας φαίνεται, καταρχήν, περίεργος ο ενθουσιασμός του Xi Jinping για την παγκοσμιοποίηση, όπως διατυπώθηκε στο Davos 2017: "ο προστατευτισμός  είναι ως να βρίσκεται κανείς στο σκοτάδι". Παύει, ωστόσο, να είναι περίεργη και ανεξήγητη η δήλωση αυτή αν συνδυαστεί με τα φαντασμαγορικά αναπτυξιακά αποτελέσματα, που εξασφάλισε η παγκοσμιοποίηση στην Κίνα. Χωρίς αυτήν η Κίνα θα ήταν ακόμη μια πτωχή και περιθωριοποιημένη οικονομία, και όχι μόνο η Κίνα, αλλά και άλλες  αναδυόμενες οικονομίες. Ωστόσο, η θέση του Xi Jinping απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, σε πείσμα των ενθουσιωδών δηλώσεών του υπέρ αυτής, κάθε άλλο παρά ξεκάθαρη είναι. Η δήλωσή του, και πάλι στο Davos του 2017  ότι "θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε  την παγκοσμιοποίηση ….." σε συνδυασμό και με μια σειρά από ενέργειες επιτρέπει το συμπέρασμα ότι η Κίνα επιδιώκει την εγκαθίδρυση μιας παγκοσμιοποίησης με ειδικές προδιαγραφές, που φυσικά να   ευνοούν την ίδια. Ειδικότερα, μετά την άνοδο του Xi Jinping  στην εξουσία το 2012, εντάθηκαν οι έλεγχοι της εξαγωγής  κεφαλαίων, η κριτική εναντίον των πεποιθήσεων της Δύσης, καθώς και η λογοκρισία στο Διαδίκτυο. Επιπλέον, το 80% των αμερικανικών επιχειρήσεων, πιστεύουν ότι η Κίνα εμφανίζεται ολοένα λιγότερο πρόθυμη να δεχθεί ξένες επιχειρήσεις, στο έδαφός της[35].  Η παγκοσμιοποίηση, που εφαρμόζει η Κίνα είναι συνδυασμός με προστατευτισμό, όπως είναι και ο καπιταλισμός της συνδυασμός με κομμουνισμό.  Η εφαρμογή, με αυτή τη μορφή,  της παγκοσμιοποίησης εντάσσει την Κίνα στο  ισχύον σύστημα των διεθνών συναλλαγών, αλλά ταυτόχρονα  προχωρεί και μία άλλη παγκοσμιοποίηση, πρωτότυπη, εντελώς της Κίνας και με προοπτική να επιφέρει σαρωτικές μεταβολές στην παγκόσμια οικονομία. Πρόκειται, ακριβώς, όπως αναφέρθηκε ήδη παραπάνω, για την απόφαση της Κίνας, που τέθηκε ήδη σε εφαρμογή, για  αναβίωση του "δρόμου του μεταξιού".  
            Ο "δρόμος του μεταξιού" αποτελούσε πριν  2000 χρόνια  τον βασικό συνδετικό άξονα  εμπορίου μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Δια μέσου αυτής της οδού έφθασε στην Ευρώπη ο Genghis Khan και σχεδόν ακούμπησε  την Κίνα ο Μ. Αλέξανδρος. Το αμάλγαμα, ανάμεσα στους  δύο  βασικούς  πολιτισμούς, του ελληνικού και των ανατολικών, έδωσε εξαιρετική ώθηση στις επιστήμες, τις τέχνες και τη φιλοσοφία. Η διείσδυση του Μ. Αλεξάνδρου στην Ανατολή, από το δρόμο του μεταξιού, δημιούργησε νέες πόλεις, που οι περισσότερες πήραν το όνομά του, και διέδωσε τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική σκέψη  στα τότε πέρατα της υφηλίου. Η σύνδεση, συνεπώς, της Κίνας με την Ελλάδα, διήρκεσε επί αιώνες, μέσα από τον αρχικό δρόμο του μεταξιού. Αναβιώνει και πάλι, με το "νέο δρόμο του μεταξιού", και με   το  λιμάνι του Πειραιά, που η Κίνα επέλεξε  ως πύλη  για τα   προϊόντα  της προς  την Ευρώπη, τα οποία θα διακινούνται από τον ελληνικό εμπορικό στόλο[36].
            Η οικονομική ανάπτυξη έκανε απαγορευτικό το κόστος διακίνησης  προϊόντων μέσω του "δρόμου του μεταξιού", που ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε για αιώνες. Αλλά, και πάλι οι νέες τεχνολογίες επαναφέρανε τη δυνατότητα οικονομικής εκμετάλλευσης αυτού του δρόμου, καθώς η διακίνηση με τρένο έγινε γρήγορη και οικονομικά  προσιτή.
            Οι ειδήσεις,  σχετικά με  τις πυρετώδεις προετοιμασίες αυτής της νέας και πρωτότυπης  παγκοσμιοποίησης, που έχει προγραμματιστεί και υλοποιείται από την Κίνα, παρότι γίνονται με διακριτικό τρόπο και χωρίς τυμπανοκρουσίες, αποτελούν σίγουρα  το σημαντικότερο γεγονός, καθώς οι  μακροχρόνιες συνέπειές του αναμένεται ότι θα αλλάξουν τη μορφή της υφηλίου.  Πρόκειται για μια παγκοσμιοποίηση, εντελώς διαφορετικής φιλοσοφίας, που ισοπεδώνει  όλες τις προηγούμενες μορφές της. Με προϋπολογισμό τρισεκατομμυρίων δολαρίων, η Κίνα αποβλέπει στην αναβίωση  του "δρόμου του μεταξιού" κατασκευάζοντας τεραστίων διαστάσεων έργα υποδομής στο Λάος,  στο Πακιστάν, στην Κένυα, στην Ευρώπη. Το πρόγραμμα της Κίνας σχεδιάζει σιδηροδρομικές γραμμές, που θα αρχίζουν από τη Βουδαπέστη, το Βελιγράδι, τη Σερβία, και θα εξασφαλίζουν έτσι  πρόσθετη αρτηρία, που θα διοχετεύει   κινέζικα προϊόντα στην Ευρώπη. Το λιμάνι  του Πειραιά,   που αγοράστηκε από την Κίνα, θα είναι το εμπορικό εφαλτήριο της Κίνας προς την Ευρώπη. Το πρόγραμμα  "Μια   Ζώνη, ένας Δρόμος", που προωθεί ο πρόεδρος της Κίνας  Xi Jinping, προβλέπει την κατασκευή αναρίθμητων έργων υποδομής στην Ασία, την Αφρική  και την Ευρώπη, που θα  βελτιώσει την ποιότητα ζωής των κατοίκων, σε  περισσότερες από 60 χώρες της υφηλίου. Η προσπάθεια, σε αυτό το πρόγραμμα είναι η όσο γίνεται μεγαλύτερη αξιοποίηση του στρατηγικού πλεονεκτήματος, που διαθέτει η κάθε χώρα, η οποία συμμετέχει σε αυτό. 
            Πιο συγκεκριμένα στη ζούγκλα του Λάος Κινέζοι μηχανικοί κατασκευάζουν εκατοντάδες σήραγγες και γέφυρες  για να στηρίξουν ράγιες σιδηροδρόμου 260 μιλίων. Το έργο αυτό αποβλέπει στο να συνδέσει έξη ασιατικές χώρες και η προβλεπόμενη  δαπάνη ανέρχεται  σε  $6 δισεκατομμύρια.  Ακόμη, η Κίνα κατασκευάζει στο Πακιστάν ηλεκτρικές γεννήτριες, προκειμένου  να ηλεκτροδοτηθούν  εκεί περιοχές, που δεν έχουν ηλεκτρικό ρεύμα. Οι επενδύσεις  αυτές, σύμφωνα με εκτιμήσεις, θα στοιχίσουν $46 δισεκατομμύρια. Στην Κένυα η Κίνα αναβαθμίζει σιδηροδρομική γραμμή από το λιμάνι της Μομπάσα στο Ναϊρόμπι, για να καταστεί ευκολότερη  η διάθεση κινεζικών προϊόντων εκεί.  Η σιδηροδρομική αυτή γραμμή  άρχισε να λειτουργεί το καλοκαίρι του 2017, και η συντήρησή της θα εξαρτάται για πολλά χρόνια από την Κίνα. Σημαντικά έργα υποδομής προγραμματίζονται ή άρχισαν να εκτελούνται στο   Βιετνάμ, στο Bangladesh, στη Sri-Lanka, στην Καμπότζη, στην  Τανζανία κλπ, κλπ.  Με χρήματα της Κίνας προγραμματίζεται η κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής, από τη Βουδαπέστη στο Βελιγράδι, για να εξασφαλιστεί μια επιπλέον αρτηρία για τη διάθεση κινεζικών προϊόντων προς τη Ευρώπη, μέσω του λιμανιού του Πειραιά. Από κοινού και με άλλες, τεραστίων διαστάσεων επενδύσεις σε έργα υποδομής, που πραγματοποιούνται ήδη ή προγραμματίζονται, στις τρεις ηπείρους, της Ασίας, Αφρικής και Ευρώπης,  η Κίνα χτίζει την παγκόσμια αυτοκρατορία της, τη δική της παγκοσμιοποίηση. Οι μεγάλες ανάγκες σε έργα υποδομής πολλών χωρών που συνδέθηκαν με το νέο "δρόμο του μεταξιού" φθάνουν στο $1,7 τρισεκατομμύριο το χρόνο. Τα αστρονομικά ποσά που απαιτεί η υλοποίηση αυτού του φιλόδοξου σχεδίου δικαιολογεί το φόβο σοβαρών κινδύνων. Το κομμουνιστικό καθεστώς στο Λάος θεωρείται σοβαρός κίνδυνος, καθώς και η γενικότερη πολιτική αστάθεια στην περιοχή, αλλά και  η διαφθορά. Ωστόσο, ο Κινέζος πρόεδρος δείχνει σίγουρος ότι τα μακροχρόνια οφέλη για τη χώρα του θα υπερβούν κατά πολύ το όποιο κόστος.  Για την υλοποίηση του προγράμματος αυτού υπολογίζεται ότι θα απασχοληθούν 100.000 Κινέζοι.   
                        Η κατασκευή, έστω και με ζημίες, ασύλληπτης έκτασης έργων υποδομής, ανά την υφήλιο, συνδέει με τρόπο ευρηματικό, το πρόβλημα της υπεραφθονίας κινέζικων προϊόντων, εξαιτίας της επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξής της, όπως του ατσαλιού,  του αλουμινίου, του τσιμέντου και μηχανημάτων, με την παγκόσμια κινέζικη κυριαρχία. Να προσθέσω και το κάρβουνο, του οποίου τη χρήση σταματούν στην Κίνα, αλλά όχι και την παραγωγή. Αυτή, διοχετεύεται στην Κένυα, όπου με δαπάνες της Κίνας χτίζονται σταθμοί ηλεκτρικής ενέργειας, για να  ανταποκριθούν στην ανερχόμενη ζήτηση ηλεκτρισμού της χώρας[37]. Αυτά, και άλλα πολλά προϊόντα,  δεν είναι πια  δυνατόν να απορροφηθούν από  την Κίνα, της οποίας ο ρυθμός μεγέθυνσης επιβραδύνεται.  Ο Κινέζος πρόεδρος παραλληλίζει το σχέδιο "παγκοσμιοποίηση 2.0", με το σχέδιο Marshall, που βοήθησε την ανασυγκρότηση της μεταπολεμικής Ευρώπης, και μέσω αυτής η Αμερική  απόκτησε συμμάχους στην Ευρώπη, και  επιβλήθηκε ως πρώτη παγκόσμια δύναμη.
            Προς το παρόν δίνεται η διαβεβαίωση, από την πλευρά της Κίνας, ότι η δική της παγκοσμιοποίηση δεν θα βασίσει την ισχύ της σε στρατιωτικές συμμαχίες, αλλά ούτε σε περιεχόμενο  ανάλογο της νέας τάξης πραγμάτων του Αμερικανού προέδρου, με την επιγραφή  "η Αμερική Πρώτη", που βασίζεται στην επαναφορά προστατευτισμού. Αντιθέτως, η Κίνα θα οικοδομήσει μια νέα παγκοσμιοποίηση, με μακροχρόνια και όχι βραχυχρόνια προοπτική, που θα εδράζεται σε κρατικές επενδύσεις, σε ολόκληρη την υφήλιο. Παρότι η Αυστραλία αρνήθηκε να συμμετάσχει στο πρόγραμμα αυτό, το μέγεθος της Κίνας, καθώς και οι προοπτικές της είναι τέτοιες, ώστε όλοι προσπαθούν να έχουν καλές σχέσεις μαζί της.
            Σε πείσμα των εκατέρωθεν φιλοφρονήσεων μεταξύ των ηγετών της Αμερικής και της Κίνας  είναι ηλίου φαεινότερο ότι η ευόδωση της κινέζικης παγκοσμιοποίησης  θα σημάνει το τέλος της κυριαρχίας των ΗΠΑ. Συνεπώς, θεωρείται δεδομένο ότι η Αμερική δεν βλέπει με καλό μάτι τις κυριαρχικές  βλέψεις της Κίνας, και το ερώτημα είναι τι κάνει ή και τι θα μπορούσε να κάνει για να τις αποτρέψει. Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, προσχωρούν σε καθεστώς προστατευτισμού, στο χώρο του διεθνούς εμπορίου, που θίγει τις οικονομίες οι οποίες κυρίως συναλλάσσονται με αυτές, ιδίως εάν το αποτέλεσμα αυτών των συναλλαγών είναι η διαμόρφωση ελλειμματικού εμπορικού ισοζυγίου σε βάρος της Αμερικής. Στη συνέχεια η Αμερική, με το ίδιο πάντοτε σκεπτικό της προσπάθειας αποφυγής ελλειμματικού εμπορικού ισοζυγίου, αποχώρησε από τη  Διακρατική Εταιρική Σχέση (Trans-Pacific Partnership) στην οποία εκτός από την ίδια συμμετείχαν και οι Αυστραλία, Μπρούνεϊ, Καναδάς, Χιλή, Ιαπωνία, Μαλαισία, Μεξικό, Νέα Ζηλανδία, Περού, Σιγκαπούρη και Βιετνάμ.  Πέρα από τις αμφιβολίες, που εύλογα δημιουργούνται για το κατά πόσο, στην περίπτωση της Αμερικής, είναι προτιμότερος ο προστατευτισμός από την ανοχή ελλειμματικών εμπορικών ισοζυγίων με ορισμένες χώρες, αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι με τις αποφάσεις της αυτές η Αμερική αφήνει πίσω της κενό που η, αναδυόμενη ως πρώτη παγκόσμια δύναμη, Κίνα, σπεύδει να καλύψει. Φαίνεται, έτσι να δικαιώνονται απόψεις που υποστηρίζουν ότι οι επιλογές της Αμερικής, αντί να αποτρέψουν ή και να επιβραδύνουν  τον παγκόσμιο κινεζικό θρίαμβο, τον επιταχύνουν[38]. Όλες οι χώρες-μέλη της  TPP, δικαιολογημένα δυσαρεστημένες  από την εγκατάλειψή τους από την Αμερική, εύλογα  αναμένεται ότι θα είναι  ευχάριστα διατεθειμένες να προσεγγίσουν την Κίνα και να προσυπογράψουν το φιλόδοξο σχέδιό της, κατάκτησης του κόσμου[39]. Είναι σίγουρο ότι η Αμερική ανησυχεί παρακολουθώντας τις εμφανείς επεκτατικές τάσεις της Κίνας, που τελικά αφορούν ολόκληρο τον πλανήτη.  Οι ανησυχίες της Αμερικής, για την ταχύτατη άνοδο της Κίνας σε όλους τους τομείς, στους οποίους περιλαμβάνονται και αυτοί  των νέων τεχνολογιών, οδήγησαν  εντελώς πρόσφατα τις ΗΠΑ στη λήψη νέων  μέτρων, που αποβλέπουν στη διατήρηση της κυριαρχίας τους. Συγκεκριμένα, και με τη γενική δικαιολογία της προάσπισης της  εθνικής τους  ασφάλειας οι ΗΠΑ αρνούνται, ολοένα συχνότερα και σε γενικότερη κλίμακα, την άδεια εξαγοράς αμερικανικών εταιριών από την Κίνα. Με την επιβολή των νέων αυτών περιορισμών  η Αμερική προσπαθεί να περιφρουρήσει με όλους τους τρόπους, τη νέα δική της τεχνολογία. Εκφράζονται, έτσι, ισχυρές υπόνοιες από την αμερικανική Κυβέρνηση,  ότι σε ορισμένες  περιπτώσεις, η εξαγορά  επιχειρήσεων από ξένους επενδυτές, και  συγκεκριμένα από Κινέζους, αποβλέπει στην πρόσβαση σε νέες  τεχνολογίες. Και, ακριβώς, αυτή την τάση  προσπαθεί να αποτρέψει, τώρα, η Αμερική.
            Αλλά, δεν δικαιολογείται μόνο η ανησυχία της Αμερικής, για την επέλαση αυτή της Κίνας ανά την υφήλιο, γιατί και η ΕΕ με τη σειρά της δικαιολογημένα αισθάνεται να απειλείται από αυτήν. Και τούτο, διότι οι Κινέζοι προσεγγίζουν, ήδη, ένδεκα  κράτη-μέλη της ΕΕ και πέντε βαλκανικές χώρες[40] που συνεργάζονται και χρηματοδοτούνται από την Κίνα. Αυτές είναι: η Ουγγαρία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Πολωνία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η Σερβία, η Κροατία, η Σλοβενία η Αλβανία, η ΠΓΔΜ, το Μαυροβούνιο, η Τσεχία, η Λιθουανία, η Λετονία και η Εσθονία. Οι αντιδράσεις εναντίον της Κίνας, από χώρες και πηγές προσκείμενες προς την ΕΕ υποστήριζαν ότι "η Κίνα προσπαθεί να υπεισέλθει στα ενδότερα της ΕΕ και να διασπάσει τη συνοχή της". Παρότι, η Κίνα διαβεβαίωσε ότι δεν έχει τέτοιες βλέψεις και ότι, αντιθέτως επιδιώκει πολυμερείς εμπορικές συμφωνίες, που ωφελούν όλους, πώς να μη διερωτηθεί κανείς με αναπότρεπτη δόση ειρωνείας "σε ποια ευρωπαϊκή συνοχή"  αναφέρονται οι σχετικές κατηγορίες της ΕΕ εναντίον της Κίνας; Στο BREXIT, με τη Μ. Βρετανία που δήλωσε επίσημα "δεν θέλουμε (αυτήν) την Ευρώπη; Στην Καταλονία, που πνίγεται η ελεύθερη φωνή της μέσα σε τρομακτικές  απειλές και προγραμματισμένες μεθοδεύσεις;  Στην Ουγγαρία που επέλεξε πολλές φορές να πράξει αυτό που εθνικά της συνέφερε και που δεν ήταν αυτό που εκάστοτε επέβαλε η ΕΕ; Στην άνοδο των αποκαλούμενων "λαϊκίστικων" κομμάτων, εντός της ΕΕ, τα οποία δεν θέλουν να ακούσουν για ΕΕ; Ή, για να μη μακρηγορήσω, να τελειώσω με αναφορά στην Ελλάδα,  για τη σωτηρία της  οποίας (και σε μεγάλο ποσοστό για ολόκληρο τον ευρωπαϊκό Νότο),  δε βρέθηκε λύση, επί οκτώ ολόκληρα χρόνια, εκτός αυτής της καταστροφής της;
            Η ΕΕ επιδίδεται σε ελέγχους για το αν οι επενδύσεις της Κίνας σε ευρωπαϊκά εδάφη είναι βιώσιμες και αν έχουν τηρηθεί οι ευρωπαϊκοί κανόνες σχετικά με την υποχρέωση ανοικτών προκηρύξεων[41]. Και όσο η ΕΕ ασχολείται με γραφειοκρατικές λεπτομέρειες, η Κίνα έχει ήδη επενδύσει, από το 2012, στην Ευρώπη,  $15 δισεκατομμύρια και για τα επόμενα χρόνια προγραμματίζει πρόσθετες επενδύσεις ύψους και άλλων  $10 δισεκατομμυρίων[42]. Ειδικότερα, για το 2016, έτος κατά το οποίο οι δημόσιες επενδύσεις στην Ευρώπη είχαν φθάσει στο κατώτερο επίπεδο της τελευταίας 20ετίας, οι επενδύσεις της Κίνας ανήλθαν σε 35 δισεκατομμύρια ευρώ, εμφανίζοντας μια απότομη αύξηση, κατά 77%, σε σχέση με τις αντίστοιχες του 2015[43].
            Ως γενικό συμπέρασμα θα είναι η πρόβλεψη ότι οι προσπάθειες της Δύσης για να σταματήσουν την εισβολή της Κίνας  και την άνοδό της στην κορυφή της διεθνούς οικονομίας είναι αργοπορημένες και γι' αυτό θα αποδειχθούν αναποτελεσματικές.
           








 Επιλεκτική Βιβλιογραφία

*Alternatives Economiques, no 341, Δεκέμβριος 2014
* Bremmer, Ian (2017), "Yes Merkel has won but the fires of European populism are still raging", Time 09/10

*"Briefing Coping with techlash" (2018), The Economist, 20/01
*Cabinet des consultants McKinsey
* Cambanis, Sofia Hiniadou (2017), "China-Greece relations from Old to New Silk Road, Kathimerini (english edition) 3/12

*Charlemagne, "Mr Juncker's Indian summer" (2017), The Economist, 16/09

* Charlemagne/More than yuan Europe"(2017), The Economist, 02/12
*D. J.(2018), "L'E-Commerce passe un nouveau cap", Alternatives Economiques GI’s
.

*Deglobalization, ideas for a New World Economy (2002), Londres et New York

* Donnet, Pierre-Antoine (2018), Quand la Chine achète le monde, Editions Philipe Picquier, Παρίσι

*Laos, Van Vieng (2017), "Rearranging global trade", International New York Times, 16/05
*"Le grand ralentissement des échanges internationaux", Alternatives Economiques, no 352
Δεκέμβριος 2015

*  Lenglet, François (2014), La fin de mondialisation, Librairie Arhème Fayard/Pluriel, Chapitre 5-L’éternel  retour
* Lordon, Frédéric et la démondialisation”, 22 août 2013-par franco07

*"Mondialisation: reflux ou mutation?" (2017), Alternatives Économiques, no 372, Οκτώβριος
* Negreponti-Delivanis, Maria (2002), La mondialisation conspiratrice,  Fondation Delivanis , ed. LHarmattan, Paris 2002 , en guise de préface (μετάφραση από την ελληνική στη γαλλική γλώσσα)
*Παγκόσμιοs Οργανισμός Εμπορίου

* Παπαγεωργίου Γιώργος  Χ.  (2017) "Η κινέζικη εισβολή τρομάζει τις Βρυξέλλες", Πρώτο θέμα, 03/12
* Perlez, Jane and Yufan Huang (2017), "Rearranging global trade", International New York Times377


*Porter, Eduardo (2018), "Face book: Creepy and valuable", International New York Times, 19/04
*"Reassessing global trade"(2017), The Economist,13.05

* Somini Sengupta (2018), "China wields its coal power", International New York Times,
02/03
*Special Report-Mass Entertainment (2017)"Winner take all" The Economist, 11/02

* Summers, Lawrence « America needs to make a new case for trade », Financial Times, 27Απριλίου 2008
*"Trump ou le mercantilisme en marche" (2017),   Alternatives Economiques, no 367, avril

* Xuetong, Yan (2017), "Trump era could held China boom", International New York Times,    26/01






[1] Δεν επρόκειτο για πραγματικά νέο διεθνές σύστημα, αλλά αντιθέτως επαναλαμβανόμενο κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα, στο οποίο όμως δόθηκε νέο όνομα, αυτό της «παγκοσμιοποίησης» που δεν υπήρχε τότε ούτε στα λεξικά
[2]  Maria Negreponti-Delivanis (2002), La mondialisation conspiratrice,  Fondation Delivanis , ed. LHarmattan, Paris 2002 , en guise de préface (μετάφραση από την ελληνική στη γαλλική γλώσσα)
[3]  François  Lenglet (2014), La fin de mondialisation, Librairie Arhème Fayard/Pluriel, Chapitre 5-L’éternel  retour
[4] ibidem
[5]ibidem
[6] François Lenglet, ό.α. 212
[7] Lawrence Summers, « America needs to make a new case for trade », Financial Times, 27Απριλίου 2008
[8] Μέτρο το οποίο εφαρμόζει σε μεγάλη κλίμακα η ΕΕ στον πρωτογενή τομέα
[9] Ian Bremmer (2017), "Yes Merkel has won but the fires of European populism are still raging", Time 09/10

[10] Charlemagne, "Mr Juncker's Indian summer" (2017), The Economist, 16/09
[11] Παρότι, το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι σίγουρο, δεδομένου ότι διαπιστώνεται σημαντική στροφή προς εξαγορές και συγχωνεύσεις
[12] “Frédéric Lordon et la démondialisation”, 22 août 2013-par franco07
[13] Ibidem
[14] Deglobalization, ideas for a New World Economy (2002), Londres et New York
[15] Ibidem
[16] François Lenglet, ό.α. σ18
[17] Cabinet des consultants McKinsey
[18] Alternatives Economiques, no 341, Δεκέμβριος 2014
[19] "Le grand ralentissement des échanges internationaux", Alternatives Economiques, no 352 Δεκέμβριος 2015
[20] Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου
[21] Alternatives Economique ό.α.
[22] "Reassessing global trade"(2017), The Economist,13/05
[23] "Trump ou le mercantilisme en marche" (2017),   Alternatives Economiques, no 367, avril
[24] "Mondialisation: reflux ou mutation?" (2017), Alternatives Économiques, no 372, Οκτώβριος
[25] Ibidem.
[26] Σύμφωνα με τις προβλέψεις της  Fevad
[27] J.D. (2018), "L'E-Commerce passe un nouveau cap", Alternatives Economiques, Μάρτιος, Αριθμός 377
[28] MGI’s
[29] Special Report-Mass Entertainment (2017)"Winner take all" The Economist, 11/02
[30] "Briefing Coping with techlash" (2018), The Economist, 20/01
[31] EduardoPorter (2018), "Face book: Creepy and valuable", International New York Times, 19/04
[32] Τέθηκε σε άρθρο καθηγητών του Carnegie Mellon University και αναφέρεται από τον Eduardo Porter, Ibidem
[33] Jane Perlez and Yufan Huang (2017), "Rearranging global trade", International New York Times, 16/05.

[34] Van Vieng,Laos (2017), "Rearranging global trade", International New York Times, 16/05
[35] Pierre-Antoine Donnet (2018), Quand la Chine achète le monde, Editions Philipe Picquier, Παρίσι
[36] Sofia Hiniadou Cambanis (2017), "China-Greece relations from Old to New Silk Road, Kathimerini (english edition) 3/12
[37] Somini Sengupta (2018), "China wields its coal power", International New York Times,
02/03
[38] Yan Xuetong (2017), "Trump era could held China boom", International New York Times,    26/01
[39] Υπάρχουν, βέβαια, και κάποιες εξαιρέσεις, όπως η Αυστραλία που αρνήθηκε να υπογράψει το σχέδιο της Κίνας, και η Ινδία που διστάζει επειδή  ορισμένοι δρόμοι που διανοίγει η Κίνα περνούν μέσα από αμφισβητούμενες περιοχές του  Kashmir, που κατέχονται από το Πακιστάν

[40] Γιώργος Χ. Παπαγεωργίου (2017) "Η κινέζικη εισβολή τρομάζει τις Βρυξέλλες", Πρώτο θέμα, 03/12

[41] Ibidem
[42] Ibidem
[43] "Charlemagne/More than yuan Europe"(2017), The Economist, 02/12


















Trois "mondialisations" de contenu différent: sont-elles en lutte entre elles? Alexandria Trois "mondialisations" de contenu différent: sont-elles en lutte entre elles? Alexandria Reviewed by Μαρία Νεγρεπόντη - Δελιβάνη on Απριλίου 23, 2018 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια